τρανταχτός

τρανταχτός
-ή, -ό
επίρρ. σειστός, κουνιστός, αυτός που κλονίζει: Τρανταχτά γέλια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρανταχτός — ή, ό, Ν [τραντάζω] 1. αυτός που σείεται, που κουνιέται βίαια, που συγκλονίζεται 2. συγκλονιστικός 3. μτφ. α) πολύ ισχυρός («τρανταχτό επιχείρημα») β) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο («τρανταχτά γέλια») γ) (για πρόσ.) διάσημος («τρανταχτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”